- αμετρωπία
- Ανώμαλη διαθλαστική ικανότητα του ματιού, στην οποία οι φωτεινές ακτίνες δεν συμπίπτουν πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα για να σχηματίσουν ξεκάθαρα το είδωλο των αντικειμένων. Διακρίνονται τρεις μορφές α.: η μυωπία, στην οποία το είδωλο σχηματίζεται μπροστά από τον αμφιβληστροειδή, η υπερμετρωπία, στην οποία το είδωλο σχηματίζεται πίσω από τον αμφιβληστροειδή, και ο αστιγματισμός, στον οποίο σχηματίζονται πολλές εστίες, είτε μπροστά είτε πίσω από τον αμφιβληστροειδή, ανάλογα με το αν πρόκειται για μυωπικό ή υπερμετρωπικό αστιγματισμό. Ο αστιγματισμός οφείλεται σε ανατομικές ανωμαλίες του ματιού.
* * *η Ιατρ.κάθε ανωμαλία της όρασης που οφείλεται σε απόκλιση από το φυσιολογικό είτε τού μήκους τού βολβού τού οφθαλμού, αντίστοιχα με τον οπτικό άξονα, είτε τού δείκτη διάθλασης τών διοπτρικών μέσων τού ματιού (κερατοειδής, πρόσθιος θάλαμος, φακός, υαλοειδές σώμα).[ΕΤΥΜΟΛ. < ametropia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άμετρος + νεολατιν. -opia < ελλην. -ωπία < αρχ. ὤψ, ὠπὸς «οφθαλμός» + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.